ἐξισχύσωμεν

ἐξισχύσωμεν
ἐξισχύ̱σωμεν , ἐξισχύω
have strength enough
aor subj act 1st pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εξισχύω — ἐξισχύω (AM) είμαι πολύ δυνατός («οὐδόλως ἐξισχύσωμεν τὸ θήραμα θηρᾱσαι», Διγ. Ακρ.) αρχ. 1. εξουσιάζω, επικρατώ 2. έχω στην εξουσία μου, καταδυναστεύω («τὸ δαιμόνιον παίδων ἐξισχύον») 3. μέσ. (για φλόγα) δυναμώνω («τὸ πολὺ πῡρ ἄκαπνον, ὅτι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”